σιναϊτικός

σιναϊτικός
σιναϊτικός , -ή, -ό
синайский, относящийся к Синайскому монастырю:

συναϊτικός κώδικας ο — синайский кодекс – одна из древнейших сохранившихся рукописей Священного Писания, датируемая концом 4 века от Р.Х. С конца 19 века и по 1933 год находилась в Санкт-Петербурге, с 1933 года находится в Британском музее


Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σιναϊτικός" в других словарях:

  • σιναϊτικός — ή, ό, Ν [σιναΐτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Όρος Σινά («Σιναϊτική Χερσόνησος» η Χερσόνησος Σινά) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μονή τού Σινά («σιναϊτικό μετόχιο») 3. φρ. α) «σιναϊτικός κώδικας» αρχαίο χειρόγραφο τής Αγίας… …   Dictionary of Greek

  • σιναϊτικός, -ή — ό αυτός που αναφέρεται στο Σινά και ειδικότερα στη μονή που υπάρχει σ αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σιναϊτικός κώδικας — Αρχαιότατο χειρόγραφο της Αγίας Γραφής, που βρίσκεται, στο μεγαλύτερο μέρος του, στο Βρετανικό Μουσείο …   Dictionary of Greek

  • Codex Sinaiticus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 01 Book of Esther …   Wikipedia

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

  • Codex Sinaiticus — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 01 …   Wikipédia en Français

  • Синайский кодекс — Библейские рукописи: Папирусы • Унциалы • Минускулы • Лекционарии Унциал 01 …   Википедия

  • άλεφ — Το πρώτο γράμμα του φοινικικού, του εβραϊκού και του αραβικού αλφάβητου. Στο εβραϊκό αλφάβητο, αν και αρχικά το θεωρούσαν σύμφωνο, από τον 8o αι. π.Χ. χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση των φωνηέντων α, ε, ι και ο. Στη σημειογραφία των κωδίκων με το… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»